Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρκουδιάρης
1 item total
αρκουδιάρης ο [arkuδjáris] Ο11 θηλ. αρκουδιάρισσα [arkuδjárisa] Ο27 : 1.αυτός που εκγυμνάζει αρκούδες και τις παρουσιάζει ως θέαμα στους δρόμους, σε πανηγύρια κτλ.: Οι αρκουδιάρηδες είναι συνήθως γύφτοι. Ο ~ χτυπούσε το ντέφι και η αρκούδα χόρευε. 2. (μτφ.) άξεστος, βρομιάρης άνθρωπος.

[αρκούδ(α) -ιάρης· αρκουδιάρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go