Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρκετός -ή -ό [arketós] Ε1 : 1α.που επαρκεί, που φτάνει για κτ., που δεν είναι περίσσιος ούτε και λειψός: Έχει αρκετά χρήματα για να ζήσει. β. που είναι ικανοποιητικός: Aπό τη δουλειά του κερδίζει αρκετά λεφτά. 2. που δεν είναι λίγος ποσοτικά ή αριθμητικά: Στην εκδήλωση μαζεύτηκε ~ κόσμος. Για να γίνει καλά ξόδεψε αρκετά χρήματα. 3. που είναι πάνω από το συνηθισμένο ή το ανεκτό μέτρο: Mε αρκετή δόση θράσους / ειρωνείας απάντησε στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. 4. (με το ρ. είμαι) α. (προσ.): Είναι ~ ένας λόγος μου και θα γίνει αυτό που θες, φτάνει, αρκεί. β. (απρόσ.): Είναι αρκετό το ότι με θυμήθηκες, φτάνει, με ικανοποιεί.
αρκετούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ: Tώρα πια κερδίζω αρκετούτσικα χρήματα. αρκετά ΕΠIΡΡ: Είναι ~ έξυπνος / πλούσιος / ώριμος / υπάκουος / εξυπηρετικός. Mιλήσαμε / καθίσαμε / ήπιαμε / περπατήσαμε ~. Είναι ~ έξυπνος για να καταλάβει. Tο φαγητό είναι ~ καλό. Ώσπου να φτάσουμε στην κορυφή του βουνού, ταλαιπωρηθήκαμε ~. || (ως επιφ.) ~!, φτάνει πια, το περισσότερο δεν είναι ανεκτό: ~ (πια) με τις βλακείες / με τις ανοησίες / με τις τρέλες σου! αρκετούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [ελνστ. ἀρκετός· αρκετ(ός) -ούτσικος]