Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρκαδικός
1 item total
αρκαδικός -ή -ό [arkaδikós] Ε1 : που αναφέρεται στην Aρκαδία ή στους κατοίκους της.

[λόγ. < ελνστ. Ἀρκαδικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go