Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστούργημα
2 εγγραφές [1 - 2]
αριστούργημα το [aristúrjima] Ο49 : έργο που γίνεται με μεγάλη τέχνη και επιτυχία, που είναι το καλύτερο στο είδος του: Ο πίνακας / το άγαλμα / το γλυκό / το φαΐ / το φιλμ είναι ~. || (με γεν.) το καλύτερο δημιούργημα: Tο ~ της ποίησης / του κινηματογράφου / της τεχνικής / της μαγειρικής. Tα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Tο ~ του Ουγκό είναι οι «Άθλιοι». Ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου. || (ως επιφ.) για θαυμασμό, επιδοκιμασία: ~!, μπράβο, υπέροχα, έξοχα.

[λόγ. < μσν. αριστούργημα < άριστ(ος) + -ούργημα κατά το τεχνούργημα]

αριστουργηματικός -ή -ό [aristurjimatikós] Ε1 : που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός αριστουργήματος· αριστοτεχνικός: Tο κινηματογραφικό / θεατρικό έργο είχε αριστουργηματική σκηνοθεσία / ηθοποιία. αριστουργηματικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο αριστουργηματικό· αριστοτεχνικά: Ο επιθετικός παίκτης ξεπέρασε ~ την αντίπαλη άμυνα.

[λόγ. αριστουργηματ- (αριστούργημα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες