Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αριστοτελισμός
1 item total
αριστοτελισμός ο [aristotelizmós] Ο17 : το φιλοσοφικό σύστημα που θεμελίωσε ο Aριστοτέλης με τη διδασκαλία του.

[λόγ. < γαλλ. aristotelisme ή ίσως μσνλατ. aristotelismus < αρχ. Ἀριστοτέλ(ης) -isme, -ismus = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go