Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστοτέχνισσα
1 εγγραφή
αριστοτέχνης ο [aristotéxnis] Ο10 θηλ αριστοτέχνισσα [aristotéxnisa] Ο27 : αυτός που διακρίνεται εξαιτίας κάποιας ιδιαίτερης ικανότητάς του, που είναι άριστος στο είδος του: ~ του μπουζουκιού / της μπάλας. || (ως επιθ.): ~ ζωγράφος / ηθοποιός / συγγραφέας.

[λόγ. < αρχ. ἀριστοτέχνης· λόγ. αριστοτέχν(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες