Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αριστοκρατισμός ο [aristokratizmós] Ο17 : 1.η τάση για μίμηση του τρόπου ζωής και της συμπεριφοράς των αριστοκρατών. 2. σύνολο αντιλήψεων και απόψεων που προέρχονται, που απευθύνονται ή που χαρακτηρίζουν περιορισμένες μειοψηφίες: Ο ~ των αντιλήψεών του για την τέχνη ήταν έκδηλος. 3. η θεωρία για το αριστοκρατικό πολίτευμα.
[λόγ. αριστοκράτ(ης), αριστοκρατ(ία) -ισμός]