Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστεριστής
1 εγγραφή
αριστεριστής ο [aristeristís] Ο7 θηλ. αριστερίστρια [aristerístria] Ο27 : 1.αυτός που πιστεύει στις πολιτικές ιδέες και απόψεις της άκρας αριστεράς. 2. αυτός που ανήκει σε ομάδα ή σε κόμμα της άκρας αριστεράς: Ομάδες αριστεριστών φώναζαν συνθήματα στη διαδήλωση.

[λόγ. αριστερ(ός)ΙΙ -ιστής· λόγ. αριστερισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες