Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αριστείο το [aristío] Ο39 : βραβείο υλικό ή ηθικό που απονέμεται για εξαίρετες πράξεις ή επιδόσεις: ~ ανδρείας / επιστημών / γραμμάτων / τεχνών.
[λόγ. < αρχ. ἀριστεῖον]



