Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αριβίστικος -η -ο [arivístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αριβισμό ή στον αριβίστα· τυχοδιωκτικός: Aριβίστικη τακτική / πολιτική.
αριβίστικα ΕΠIΡΡ. [αριβίστ(ας) -ικος]



