Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αριβισμός
1 item total
αριβισμός ο [arivizmós] Ο17 : 1.η επιδίωξη γρήγορου πλουτισμού ή ανάδειξης σε αξιώματα με τη χρησιμοποίηση κάθε μέσου, κυρίως αθέμιτου. 2. οι πράξεις, οι ενέργειες που χαρακτηρίζουν τον αριβίστα.

[λόγ. < γαλλ. arrivisme (-isme = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go