Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αριάνι
1 item total
αριάνι το [arjáni] Ο44 : 1.(λαϊκότρ.) ξινόγαλο. || γιαούρτι αραιωμένο με νερό. || (επέκτ., κυρ. για υγρά): H σούπα έγινε ~, πολύ αραιή. 2. αραιή διάλυση τσιμέντου.

[τουρκ. ayran με μετάθ. του ημιφ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go