Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρθρώνω
1 εγγραφή
αρθρώνω [arθróno] -ομαι Ρ1 : 1.συνδέω, συναρμολογώ τα μέλη ενός συνόλου. 2. (μτφ.) α. συνδέω και προφέρω, εκφωνώ φθόγγους ή λέξεις: Tο παιδί άρθρωσε τις πρώτες λέξεις του νωρίς. Aπό έκπληξη δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε λέξη. β. (για λόγοI4) επεξεργάζομαι και διατυπώνω: Ο ποιητικός λόγος αρθρώθηκε μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες. Aρθρωμένος πολιτικός λόγος.

[λόγ. < αρχ. ἀρθρ(ῶ) `προφέρω καθαρά΄ -ώνω & σημδ. αγγλ. articulate]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες