Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρθρωτός
1 item total
αρθρωτός -ή -ό [arθrotós] Ε1 : που τα μέλη, τα μέρη του συνδέονται με αρθρώσεις, με αρμούς: Aρθρωτή γέφυρα. Aρθρωτά λεωφορεία.

[λόγ. αρθρω- (δες αρθρώνω) -τός μτφρδ. γαλλ. articulé]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go