Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρθρογραφία
1 item total
αρθρογραφία η [arθroγrafía] Ο25 : 1.η σύνταξη, το γράψιμο άρθρων σε διάφορα έντυπα, κυρίως σε εφημερίδες και σε περιοδικά: Για μερικά χρόνια ασχολήθηκε με την ~ σε εφημερίδες. 2α. (γενικά) σύνολο άρθρων στον τύπο: H ~ στις εφημερίδες και στα περιοδικά έχει ως κύριο θέμα την κρίση του πετρελαίου. Πάνω στο επίμαχο θέμα αναπτύχτηκε πλούσια ~. β. άρθρα με ενιαίο θεματικό αντικείμενο: Πολιτική / αθλητική / επιστημονική ~.

[λόγ. αρθρογράφ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go