Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρθρογράφος ο [arθroγráfos] Ο18 θηλ. αρθρογράφος [arθroγráfos] Ο35 : αυτός που, ως συντάκτης ή ως συνεργάτης, γράφει άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Πολιτικός / οικονομικός ~. H κρίση της οικονομίας απασχολεί το σύνολο των οικονομικών αρθρογράφων.
[λόγ. άρθρ(ον)1 -ο- + -γράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]