Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρθριτικός
1 item total
αρθριτικός -ή -ό [arθritikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην αρθρίτιδα ή που προέρχεται από αυτήν. 2. (ως ουσ.) α. ο αρθριτικός, αυτός που πάσχει από αρθρίτιδα. β. τα αρθριτικά, πάθηση των αρθρώσεων· αρθρίτιδα.

[λόγ. < αρχ. ἀρθριτικός & σημδ. γαλλ. arthritique < λατ. arthriticus < αρχ. ἀρθριτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go