Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρεστός -ή -ό [arestós] Ε1 : που είναι ευχάριστος, που αρέσει: Aυτός ο άνθρωπος δε μου είναι ~. Δε μου είναι αρεστό να μεταχειρίζομαι πλάγια μέσα.
[λόγ. < αρχ. ἀρεστός]