Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρειανός ο [arianós] Ο17 : (εκκλ.) οπαδός του αρειανισμού.
[λόγ. < ελνστ. Ἀρειανός]
- αρειανός -ή -ό [arianós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πλανήτη Άρη: Aρειανό τοπίο. || (συνήθ. ως ουσ.) ο Aρειανός, θηλ. Aρειανή, φανταστικός κάτοικος του πλανήτη Άρη· Άρειος: Εισβολή Aρειανών στη Γη.
[λόγ. Άρει(ος) -ανός μτφρδ. γαλλ. martien & αγγλ. martian (δες και ουσ. Άρειος)]