Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρδευτικός
1 εγγραφή
αρδευτικός -ή -ό [arδeftikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος, που χρησιμοποιείται για άρδευση: Aρδευτικά έργα. Nερό για αρδευτική χρήση.

[λόγ. αρδεύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες