Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αργύριο
1 item total
αργύριο το [arjírio] Ο40 : μικρό ασημένιο νόμισμα παλαιότερων εποχών. (έκφρ.) τα αργύρια της προδοσίας / τα τριάκοντα αργύρια, τα χρήματα της προδοσίας του Xριστού και με επέκταση η αμοιβή για κάθε προδοσία. || (προφ., πληθ.) τα χρήματα.

[λόγ. < αρχ. ἀργύριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go