Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αργόμισθος
1 item total
αργόμισθος -η -ο [arγómisθos] Ε5 : που παίρνει αμοιβή χωρίς να προσφέρει την αντίστοιχη εργασία: Aργόμισθοι υπάλληλοι. || (συνήθ. ως ουσ.) ο αργόμισθος: Οι αργόμισθοι κατάντησαν η πληγή των δημόσιων υπηρεσιών.

[λόγ. αργο-2 + μισθ(ός) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go