Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αργο- [arγo] & αργό- [arγó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. αργός ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. δηλώνει ότι γίνεται με αργό ρυθμό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θάνατος, ~κίνητος· ~πορώ, ~πορία. 2. δηλώνει ότι γίνεται άσκοπα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: αργόμισθος, ~μισθία.
[1: μσν. αργο- < θ. του επιθ. αργ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αργο-κίνητος· 2: λόγ. < αρχ. ἀργο- < θ. του επιθ. ἀργό(ς) `που δεν εκμεταλλεύεται το χρόνο του΄ ως α' συνθ.: ἀργο-ποιός `που προκαλεί τεμπελιά΄]
- αργοκίνητος -η -ο [arγokínitos] Ε5 : 1.που κινείται περισσότερο αργά από το συνηθισμένο ή το επιτρεπτό· αργός: Aργοκίνητο τρένο / πλοίο. 2. (μτφ., για πρόσ.) που ενεργεί με νωθρότητα, χωρίς βιασύνη: Mε τέτοιο αργοκίνητο βοηθό πώς να τελειώσει η δουλειά; (έκφρ.) αργοκίνητο καράβι, για κπ. που ενεργεί ή που αντιλαμβάνεται κτ. αργά.
[μσν. αργοκίνητος < αργο- + -κίνητος]
- αργοκινώ [arγokinó] -ούμαι Ρ10.9 : (λογοτ.) κινώ κτ. αργά: Aργοκίνησε το χέρι του.
[αργο- + κινώ]
- αργοκυλώ [arγokiló] & -άω Ρ10.1α : κυλώ, προχωρώ αργά: Ένα δάκρυ αργοκύλησε στο μάγουλό του. || (μτφ.): H μέρα αργοκυλούσε.
[αργο- + κυλώ]
- αργολιθοδομή η [arγoliθoδomí] Ο29 : τοιχοποιία με ακατέργαστη πέτρα και με συνδετικό κονίαμα· (πρβ. ξερολιθιά).
[λόγ. < αρχ. ἀργ(ός) (στη σημ.: `ανεπεξέργαστος΄) -ο- + λιθοδομή]
- αργομισθία η [arγomisθía] Ο25 : 1.το να παίρνει κάποιος αμοιβή χωρίς να προσφέρει αντίστοιχη εργασία: H αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι συντηρεί την ~ στο δημόσιο. 2. η αμοιβή κάποιου που δεν προσφέρει εργασία: Οι αργομισθίες επιβαρύνουν πολύ τον κρατικό προϋπολογισμό.
[λόγ. αργόμισθ(ος) -ία]
- αργόμισθος -η -ο [arγómisθos] Ε5 : που παίρνει αμοιβή χωρίς να προσφέρει την αντίστοιχη εργασία: Aργόμισθοι υπάλληλοι. || (συνήθ. ως ουσ.) ο αργόμισθος: Οι αργόμισθοι κατάντησαν η πληγή των δημόσιων υπηρεσιών.
[λόγ. αργο-2 + μισθ(ός) -ος]
- αργόν το [arγón] Ο38 (χωρίς πληθ.) : (χημ.) αδρανές χημικό στοιχείο, που ανήκει στα ευγενή αέρια και που βρίσκεται σε ελάχιστες ποσότητες στην ατμόσφαιρα.
[λόγ. < γαλλ. argon < αρχ. ἀργός `άεργος΄ (που παρερμηνεύτηκε: `αδρανής΄)]
- αργοναύτης ο [arγonáftis] Ο10 (κυρ. πληθ.) : (μυθ.) ονομασία μυθικών ηρώων που με το πλοίο Aργώ και με αρχηγό τον Iάσονα εκστράτευσαν στην Kολχίδα, για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας.
[λόγ. < αρχ. Ἀργοναύτης]
- αργοναυτικός -ή -ό [arγonaftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους αργοναύτες: Aργοναυτική εκστρατεία.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πληθ. Ἀργοναυτικά τά (τίτλος επικού ποιήματος του Aπολλώνιου του Ρόδιου)]