Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αργοπορία
1 item total
αργοπορία η [arγoporía] Ο25 : η χρονική καθυστέρηση στην εκτέλεση κινήσεων ή ενεργειών: Εξαιτίας της πυκνής κυκλοφορίας φτάσαμε με ~ στο αεροδρόμιο.

[λόγ. < μσν. αργοπορία < αργοπορ(ώ) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go