Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αργοναυτικός
1 item total
αργοναυτικός -ή -ό [arγonaftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους αργοναύτες: Aργοναυτική εκστρατεία.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουδ. πληθ. Ἀργοναυτικά τά (τίτλος επικού ποιήματος του Aπολλώνιου του Ρόδιου)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go