Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αργομισθία
1 item total
αργομισθία η [arγomisθía] Ο25 : 1.το να παίρνει κάποιος αμοιβή χωρίς να προσφέρει αντίστοιχη εργασία: H αντιπολίτευση κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι συντηρεί την ~ στο δημόσιο. 2. η αμοιβή κάποιου που δεν προσφέρει εργασία: Οι αργομισθίες επιβαρύνουν πολύ τον κρατικό προϋπολογισμό.

[λόγ. αργόμισθ(ος) -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go