Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργιλικός
1 εγγραφή
αργιλικός -ή -ό [arjilikós] Ε1 : που περιέχει άργιλο ή αργίλιο: Aργιλικά ορυκτά / πετρώματα.

[λόγ. άργιλ(ος) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες