Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αργαστήρι το [arγastíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το εργαστήρι.
[μσν. αργαστή ρι(ον) < αρχ. ἐργαστήριον με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ή τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-er > enar > en-ar] ]



