Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρβύλα η [arvíla] Ο25 : 1.είδος στρατιωτικού υποδήματος με κορδόνια, που το ύψος του φτάνει περίπου ως το μέσο της κνήμης και που συνήθ. φοριέται μαζί με τη φόρμα εργασίας. 2. (ειρ.) άκομψο, χοντροκαμωμένο παπούτσι. ΦΡ ράδιο ~, φήμες, ειδήσεις που κυκλοφορούν πλατιά, αλλά που δεν προέρχονται από επίσημη ή αξιόπιστη πηγή.
[λόγ. < αρχ. ἀρβύλ(η) μεταπλ. -α με βάση τον πληθ. αρβύλαι ίσως κατά το μπότα]