Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρβανίτικος
1 item total
αρβανίτικος -η / -ια -ο [arvanítikos] Ε5, Ε6 : 1.(μειωτ.) που έχει τα χαρακτηριστικά του αρβανίτη2· πεισματάρης, ξεροκέφαλος: Έχει αρβανίτικο πείσμα. (έκφρ.) αρβανίτικο κεφάλι*. 2. (παρωχ.) αλβανικός. || (ως ουσ.) τα αρβανίτικα, αλβανικής προέλευσης διάλεκτος. αρβανίτικα ΕΠIΡΡ: Mιλούν ~ για να μην τους καταλαβαίνουν.

[μσν. *αρβανίτικος (πρβ. μσν. αλβανίτικος με επίδρ. του Aλβανός) < αρβανίτ(ης) -ικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go