Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αραχνοειδής
1 item total
αραχνοειδής -ής -ές [araxnoiδís] Ε10 : α.που είναι όμοιος με αράχνη ή με ιστό αράχνης. β. (ως ουσ.) τα αραχνοειδή, ομοταξία αρθρόποδων εντόμων χωρίς φτερά (που περιλαμβάνει και τα γνωστά είδη αράχνης).

[λόγ.: α: αρχ. ἀραχνοειδής· β: σημδ. γαλλ. arachnides < αρχ. ἀράχνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go