Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραχνοΰφαντος
1 εγγραφή
αραχνοΰφαντος -η -ο [araxnoífandos] Ε5 : που είναι εξαιρετικά λεπτός, σαν τον ιστό της αράχνης: Aραχνοΰφαντο πέπλο / ύφασμα.

[λόγ. αράχν(η) -ο- + υφαν- (υφαίνω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες