Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραιότητα η [areótita] Ο28 : η ύπαρξη κενών διαστημάτων (στο χώρο, στο χρόνο ή στη σύσταση πραγμάτων). ANT πυκνότητα: H ύπαρξη ερήμου εξηγεί την ~ του πληθυσμού της περιοχής. Σε μεγάλα ύψη η ~ της ατμόσφαιρας δυσκολεύει την αναπνοή.
[λόγ. < αρχ. ἀραιότης, αιτ. -ητα `πωρώδης σύσταση΄ κατά τη σημ. της λ. αραιός]