Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αραιόμετρο
1 item total
αραιόμετρο το [areómetro] Ο42 : (φυσ.) όργανο με το οποίο μετρούν την πυκνότητα των υγρών· πυκνόμετρο.

[λόγ. < γαλλ. aréomètre < αρχ. ἀραι(ός) -ο- + -mètre = -μετρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go