Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αραιωτικός -ή -ό [areotikós] Ε1 : που προκαλεί αραίωση. || (ως ουσ.) το αραιωτικό, ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως στη χρωματουργία για να κάνει τα χρώματα πιο εύχρηστα.
[λόγ. < ελνστ. ἀραιωτικός]