Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αραιοκατοικημένος
1 item total
αραιοκατοικημένος -η -ο [areokatikiménos] Ε3 : που κατοικείται αραιά, που έχει λίγους κατοίκους: Οι ορεινές περιοχές της χώρας είναι αραιοκατοικημένες.

[λόγ. αραι(ά) -ο- + κατοικημένος μππ. του κατοικώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go