Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αραίωση
1 item total
αραίωση η [aréosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αραιώνω· αραίωμα. ANT πύκνωση: Ο πόλεμος και οι επιδημίες συντέλεσαν στην ~ του πληθυσμού της χώρας. H ~ του ατμοσφαιρικού αέρα προκαλεί αναπνευστικές δυσκολίες. H ~ της μπογιάς γίνεται με νέφτι ή με νερό.

[λόγ. < ελνστ. ἀραίω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `πωρώδης σύσταση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go