Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρίστευση
1 item total
αρίστευση η [arístefsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αριστεύω: H ~ στο λύκειο ήρθε ως επιβράβευση των κόπων του.

[λόγ. αριστεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go