Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρέσκεια
1 item total
αρέσκεια η [aréskia] Ο27 : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση της αρεσκείας μου / σου / του κτλ., για κτ. που επιλέγεται και προξενεί ευχαρίστηση, ικανοποίηση: Διαλέξτε ένα πλυντήριο / ψυγείο της αρεσκείας σας, από την πλούσια συλλογή των καταστημάτων μας. Παντρεύτηκε κάποιον που δεν ήταν της αρεσκείας της αλλά είχε πολλά λεφτά.

[λόγ. < ελνστ. ἀρέσκεια, αρχ. σημ.: `κολακεία΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go