Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράζω
1 εγγραφή
αράζω [arázo] Ρ2.2α μππ. αραγμένος : 1α.(για πλεούμενο) αγκυροβολώ σε μέρος κατάλληλο κοντά στη στεριά: Tα καΐκια ήταν αραγμένα στη σειρά. Tο πλοίο άραξε στο λιμάνι για ξεφόρτωμα. β. οδηγώ ένα πλεούμενο σε μέρος κατάλληλο για αγκυροβόλημα κοντά στη στεριά: ~ το πλοίο / το βαπόρι / το καΐκι. Άραξε τη βάρκα του στα ρηχά (νερά). || (επέκτ., οικ.) οδηγώ ένα όχημα σε μέρος κατάλληλο για στάθμευση· παρκάρω: Άραξε το αυτοκίνητό του έξω από το καφενείο και πήγε για καφέ. (έκφρ.) σία* κι αράξαμε. 2. (μτφ.) α. βρίσκω καταφύγιο: Mέσα στις φουρτούνες της ζωής δε βρήκε ένα ήσυχο λιμάνι ν΄ αράξει. β. εγκαθίσταμαι κάπου περισσότερο ή λιγότερο μόνιμα: Πήρε τη σύνταξή του και πήγε ν΄ αράξει στο χωριό του. Πήρε την άδειά του κι άραξε σ΄ ένα νησί. γ. κάθομαι ή ξαπλώνω αναπαυτικά: Άραξα στον καναπέ και είδα ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. ΦΡ (λαϊκ.) την ~: α. κάθομαι ή ξαπλώνω κάπου για να ξεκουραστώ ή χωρίς να κάνω τίποτε άλλο: Tην άραξα κάτω από ένα δέντρο και κοιμήθηκα. Tην άραξε στο κρεβάτι για μια βδομάδα. β. μένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα: Ήρθε και την άραξε στο σπίτι μου και δεν έλεγε να φύγει.

[μσν. αράζω < αρχ. ἀρά(σσω) `χτυπώ΄ μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. αραξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω, σφαξ- (έσφαξα) - σφάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες