Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απώτερος -η -ο [apóteros] Ε5 : που αφορά το μέλλον, όχι το άμεσο αλλά ούτε και το πολύ μακρινό. ANT εγγύτερος: Οι συνέπειες των ενεργειών του θα φανούν στο απώτερο ή στο απώτατο μέλλον. ~ σκοπός / στόχος, όχι αυτός που προβάλλεται, αλλά άλλος στον οποίο αποβλέπει κάποιος, μελλοντικά.
[λόγ. < μσν. επίθ. απώτερος `πιο μακρινός΄ < ελνστ. επίρρ. ἀπώτερ(ον) `πιο μακριά΄, αρχ. ἀπωτέρ(ω) -ος (αναδρ. σχημ.)]



