Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απύρηνος -η -ο [apírinos] Ε5 : που δεν έχει πυρήνα. α. (βιολ.): Tα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι απύρηνα. β. (βοτ.) για καρπό που δεν έχει κουκούτσι.
[λόγ. < αρχ. ἀπύρηνος]



