Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απύρετος
1 item total
απύρετος -η -ο [apíretos] Ε5 : για πρόσωπο που δεν έχει (πια) πυρετό. ANT εμπύρετοςβ: Kάηκε χτες όλη τη μέρα από τον πυρετό, αλλά σήμερα είναι ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπύρετος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go