Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόφραξη
1 item total
απόφραξη η [apófraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφράζω. 1. το απόλυτο φράξιμο: Ειδικό συνεργείο αναλαμβάνει τις αποφράξεις βόθρων. || (ιατρ.): Εντερική ~ / ~ αιμοφόρων αγγείων / χολής / σαλπίγγων κτλ., το κλείσιμο ενός κοίλου ή σωληνοειδούς οργάνου, που προκαλείται από παθολογικά αίτια. 2. ξεβούλωμα: H ~ του σωλήνα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόφραξις (-σις > -ση)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go