Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόφθεγμα
2 items total [1 - 2]
απόφθεγμα το [apófθeγma] Ο49 : γνώμη που διεκδικεί καθολικό κύρος και που είναι επιγραμματικά διατυπωμένη, γνωμικό που συνήθ. αποδίδεται σε κπ. μεγάλο άνδρα ή συγγραφέα, όπως π.χ. «H αρχή είναι το ήμισυ του παντός».

[λόγ. < αρχ. ἀπόφθεγμα]

αποφθεγματικός -ή -ό [apofθeγmatikós] Ε1 : 1.που είναι σύντομα και επιγραμματικά διατυπωμένος, όπως τα αποφθέγματα. 2. για κπ. που χρησιμοποιεί συχνά στο λόγο του αποφθέγματα. αποφθεγματικά ΕΠIΡΡ: Mιλάει / εκφράζεται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφθεγματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go