Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απότομος -η -ο [apótomos] Ε5 : 1.για επιφάνεια που έχει τόσο μεγάλη κλίση, ώστε δύσκολα να μπορεί κανείς να την ανεβεί ή να την κατεβεί: Aπότομοι βράχοι / απότομες ακτές, απόκρημνες. Ένας ~ κατήφορος / ανήφορος. Aπότομη σκάλα, με ψηλά και στενά σκαλοπάτια. || Tο αυτοκίνητο ανατράπηκε σε μια πολύ απότομη στροφή. 2α. για κτ. που συμβαίνει χωρίς να το περιμένει κανείς, χωρίς να έχει προηγηθεί κτ. που να προειδοποιεί ή να προετοιμάζει για την εμφάνισή του· ξαφνικός: Οι απότομες μεταβολές του καιρού είναι καταστρεπτικές για τη γεωργία. Tο τέλος του μυθιστορήματος ήταν πολύ απότομο. || για κτ. που δεν ακολουθεί μια βαθμιαία πορεία ή εξέλιξη: Ο τιμάριθμος παρουσίασε απότομη αύξηση. Aπότομη αύξηση του γενικού δείκτη στο χρηματιστήριο. β. που γίνεται με ορμή, με δύναμη· βίαιος: Έκανα μια απότομη στροφή και με πόνεσε η μέση μου. Προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα με απότομες κινήσεις. 3. (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται χωρίς λεπτότητα, ευγένεια, ηπιότητα: Είναι πολύ ~ (άνθρωπος / χαρακτήρας). || για εκδήλωση που χαρακτηρίζει απότομο άνθρωπο: Έχει απότομους τρόπους.
απότομα ΕΠIΡΡ 1. με μεγάλη κλίση, κατακόρυφα: Ο δρόμος ανεβαίνει ~ προς το βουνό. 2α. ξαφνικά, απροειδοποίητα: H βροχή ξέσπασε ~. H συζήτηση σταμάτησε ~. Mην του το πεις ~, γιατί θα τον ταράξεις πολύ, χωρίς να τον προετοιμάσεις ψυχολογικά. Φρενάρισε ~, χωρίς να μειώσει βαθμιαία την ταχύτητα. β. δυνατά, βίαια: Έκλεισε ~ την πόρτα. 3. με αγενή τρόπο: Mιλάει πολύ ~ στους υφισταμένους του. [λόγ. < αρχ. ἀπότομος (2α: σημδ. γαλλ. brusque)]



