Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απότοκος -ος / -η -ο [apótokos] Ε17 : (λόγ.) για κτ. που προκύπτει ως επακόλουθο και συνέπεια κάποιου γεγονότος ή φαινομένου κτλ.: H κοινωνική κρίση ήταν ~ της οικονομικής κρίσης.
[λόγ. < ελνστ. ἀπότοκος]



