Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απότιστος
1 εγγραφή
απότιστος -η -ο [apótistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ποτίσει, που δεν είναι ποτισμένος. 1. για φυτό που δεν του έχουν ρίξει νερό: Άφησα τα λουλούδια απότιστα και ξεράθηκαν. 2. για ζώο που δεν του έχουν δώσει νερό να πιει: Tα ζώα έμειναν απότιστα.

[ελνστ. ἀπότιστος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες