Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απότιση
1 item total
απότιση η [apótisi] Ο33 : (λόγ.) απόδοση οφειλής, κυρίως στο ~ φόρου τιμής / ευγνωμοσύνης σε κπ., απόδοση σε κπ. της τιμής / της ευγνωμοσύνης που του οφείλεται.

[λόγ. < ελνστ. ἀπότι(σις) `ξεπλήρωμα΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποτίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go