Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απόσκιος -α -ο [apóskos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) σκιερός. || (ως ουσ.) το απόσκιο, σκιερό μέρος, σκιά: Kάθισαν στ΄ απόσκιο να ξαποστάσουν.
[απο- σκι(ά) -ος]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[απο- σκι(ά) -ος]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |