Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόσκιο
1 item total
απόσκιος -α -ο [apóskos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) σκιερός. || (ως ουσ.) το απόσκιο, σκιερό μέρος, σκιά: Kάθισαν στ΄ απόσκιο να ξαποστάσουν.

[απο- σκι(ά) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go